- αποθετικός
- η , ό[ν]1) грам, отложительный; 2) юр. отменяющий;
αποθετική αίρεσις — условие, отменяющее право, положение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθετική αίρεσις — условие, отменяющее право, положение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθετικός — ή, ό (Α ἀποθετικός, ή, όν) [αποτίθημι] 1. ο σχετικός με την απόθεση 2. «αποθετικό(ν) ρήμα» ρήμα που έχει ενεργητική διάθεση, παρά το γεγονός ότι μορφολογικά ανήκει στη μεσοπαθητική φωνή … Dictionary of Greek
αποθετικός — ή, ό αυτός που αφήνει κάτι κατά μέρος· (γραμμ.), «αποθετικά ρήματα» λέγονται αυτά που δεν έχουν τύπους της ενεργητικής φωνής, αλλά μόνο της παθητικής: αισθάνομαι, εργάζομαι, σκέφτομαι κτλ.· τα ονόμασαν έτσι από παλιά, γιατί νόμιζαν πως αυτά είχαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀποθετικόν — ἀποθετικός completing masc acc sg ἀποθετικός completing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποθετική — ἀποθετικός completing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)